- Αἰολιδῶν
- Αἰολίδηςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αἰολίδων — Αἰολεύς of fem gen pl Αἰολίς of fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
αιολίς ή αιολίδα — (aeolis). Γένος μαλακίων της οικογένειας των αιολιδών. Το σώμα τους είναι μακρύ και στη ράχη τους φέρουν πολλά κυλινδρικά πλοκάμια που έχουν εγκάρσια διάταξη. Τα πλοκάμια εκτελούν τις ίδιες λειτουργίες με τα βράγχια και σε αυτά εισέρχονται τα… … Dictionary of Greek
Ιερά — Τοπωνύμια της αρχαιότητας. 1. Ηφαιστειογενές νησί στα Β της Σικελίας, στο σύμπλεγμα των Λιπάρων ή Αιολίδων νήσων. Λεγόταν αρχαιότερα Θηρασία και Θέρμησσα και τη θεωρούσαν ιερό νησί του Ηφαίστου, που είχε εκεί τα σιδηρουργεία του. Είναι το… … Dictionary of Greek